- ορχηστής
- οθηλ. ορχηστρίδα επαγγελματίας χορευτής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὀρχηστής — dancer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχηστής — θηλ. ορχηστρίς, ο (ΑΜ ὀρχηστής, θηλ. ὀρχήστρια, Α θηλ. και ὀρχηστρίς, ίδος) [ορχούμαι] χορευτής αρχ. 1. χοροδιδάσκαλος 3. ως κύριο όν. Ὀρχηστής προσωνυμία τού Απόλλωνος και τού Πανός … Dictionary of Greek
ὀρχησταῖς — ὀρχηστής dancer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησταί — ὀρχηστής dancer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστοῦ — ὀρχηστής dancer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῇ — ὀρχηστής dancer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῇσιν — ὀρχηστής dancer masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστήν — ὀρχηστής dancer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῶν — ὀρχηστής dancer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχήστ' — ὀρχηστά̱ , ὀρχηστής dancer masc nom/voc/acc dual ὀρχηστά , ὀρχηστής dancer masc voc sg ὀρχηστά , ὀρχηστής dancer masc nom sg (epic) ὀρχησταί , ὀρχηστής dancer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)